Σήμερα, οι τραπεζίτες καταγράφουν ολοένα και μεγαλύτερο ποσοστό καθυστέρησης. Οι τράπεζες επιδίδονται σε ένα «ράλι» ρυθμίσεων δανείων, καθώς ολοένα και περισσότεροι δανειολήπτες σπεύδουν πριν καν τους καλέσουν οι αρμόδιες διευθύνσεις των τραπεζών, να ρυθμίσουν όσο το δυνατόν ευνοϊκότερα τα δάνειά τους. Παράλληλα, οι τράπεζες προχωρούν και σε διαγραφές δανείων. Αυτό όμως δεν αποτελεί ευχάριστη είδηση για ένα υπερχρεωμένο νοικοκυριό.
Διότι η όποια διαγραφή γίνεται, στοχεύει σε λογιστικό όφελος, καθώς οι τράπεζες, αντισταθμίζοντας τη συσσώρευση ζημιών από επισφάλειες με υψηλές προβλέψεις, επιδιώκουν να παρουσιάζουν καθαρούς όσο το δυνατόν ισολογισμούς. Διαγραφή απαίτησης, δεν σημαίνει σβήσιμο. Το καθυστερούμενο και επισφαλές δάνειο παύει πλέον να εμφανίζεται στον ισολογισμό, μετά την πάροδο και τον μη εκτοκισμό του για μία περίοδο μηνών (π.χ. εξάμηνο), αλλά εξακολουθεί με κάθε τρόπο και ιδιαίτερη ένταση να είναι απαιτητό. Η απαίτηση υπάρχει και μετά τη διαγραφή, επισημαίνουν οι τραπεζίτες, θέλοντας να καταστήσουν σαφές ότι δεν σβήνεται ένα δάνειο. Πλην των περιπτώσεων εκείνων που αφορούν δάνεια επιχειρήσεων, οι οποίες πτώχευσαν και που εντάχθηκαν στις διατάξεις του πτωχευτικού δικαίου, με ό,τι αυτό συνεπάγεται και πλην των περιπτώσεων πλειστηριασμού για ακίνητα, όπου οι δανειολήπτες στεγαστικών «χάνουν» το ίδιο τους το σπίτι. Δυστυχώς, όμως, υπάρχει και ένα σημαντικό ποσοστό δανείων που καθίσταται επισφαλές και μετά την πρώτη ρύθμιση. Και αυτό είναι ένα θέμα που προβληματίζει πολύ τον τραπεζικό τομέα, για το πώς θα διαχειρισθεί το ύψος των δανείων που δεν εξυπηρετούνται και για τα οποία δεν υπάρχει «φως στο τούνελ» για την αποκατάσταση της ομαλής εξυπηρέτησής τους. Χαρακτηριστικό είναι ότι ένα 20% των στεγαστικών δανείων είναι ήδη σε καθυστέρηση, συμπεριλαμβανομένων και αυτών που έχουν ήδη ρυθμισθεί. Αλλωστε, το 2012, μπήκε σε καθεστώς επισφάλειας το ένα τρίτο του συνόλου των καθυστερούμενων δανείων.