Με τυμπανοκρουσίες και μεγαλοστομίες ανακοινώθηκε το σχέδιο ρύθμισης δανείων της κυβέρνησης που υποτίθεται ότι θα ανακουφίσει τους εξαντλημένους δανειολήπτες. Αν και δεν είναι οριστικό, επειδή τελεί υπό την αίρεση ότι θα εγκριθεί από την τρόικα (πώς θα μπορούσαμε, άλλωστε, να παρακάμψουμε τον επόπτη μας!), από την πρώτη ανάγνωση προκύπτει ότι «άνθρακες ο θησαυρός» και «πολύς θόρυβος για το τίποτα».
Από την πρώτη βασική αρχή της ρύθμισης που εξαγγέλθηκε, αποκλείεται μεγάλος αριθμός δανειοληπτών που ανήκουν στους μικροεπιχειρηματίες-εμπόρους, οι οποίοι έχουν δει την επιχείρησή τους να χάνει το 80 με 90% του κύκλου εργασιών τους και είναι πνιγμένοι στα χρέη από την εμπορική τους επιχείρηση και το ελάχιστο που ζητούν είναι να διασώσουν το σπίτι τους. Ας μην ξεχνάμε και τους ελεύθερους επαγγελματίες που έχουν «μπλοκάκι», αλλά δεν έχουν «τεκμαιρόμενη σχέση εργασίας».
Η ρύθμιση αφορά μόνο τους μισθωτούς και συνταξιούχους και όσους έχουν τεκμαιρόμενη σχέση εξαρτημένης εργασίας (η δραστηριότητά τους παρέχεται αποκλειστικά σε ένα νομικό πρόσωπο). Οι δανειολήπτες από τον εμπορικό κλάδο, με τα καταστήματά τους να σιγοσβήνουν προσπαθώντας να κρατηθούν με νύχια και με δόντια, βλέπουν να διαψεύδονται οι ελπίδες τους για ανακούφιση από τις δυσβάστακτες δανειακές υποχρεώσεις και από τις αυξήσεις της φορολογίας και των χαρατσιών που επιβλήθηκαν με τα τελευταία μέτρα. Το ίδιο και οι μικροεπαγγελματίες, που φυτοζωούν, λόγω της μεγάλης ύφεσης, αλλά διατηρούν το «μπλοκάκι» τους με την ελπίδα να ανοίξουν οι δουλειές.
Μετά από τον πρώτο περιορισμό (δηλαδή να είναι μισθωτοί ή συνταξιούχοι), που περιέχει το σχέδιο ρύθμισης, υπάρχει στη συνέχεια και δεύτερος περιορισμός: Δεν εντάσσονται όσοι έχουν οικογενειακό εισόδημα πάνω από το ιλιγγιώδες ποσό των 25.000 ευρώ. Δηλαδή ακόμη κι αν είναι μισθωτοί ή συνταξιούχοι, για να ενταχθούν στη ρύθμιση, θα πρέπει να αποδείξουν ότι το εισόδημά τους έχει μειωθεί πάνω από 35% από 1.1.2010. Αν η μείωση είναι 34%; Αν οι υποχρεώσεις είναι μεγάλες, γιατί τότε που δημιουργήθηκαν τα δάνεια υπήρχε αρκετό εισόδημα για την κάλυψη της αποπληρωμής τους; Αν η μείωση ήταν πάνω από 40 %, οι υποχρεώσεις που δημιουργήθηκαν μεγάλες, αλλά το εισόδημα μετά τη μείωση είναι λίγο πάνω από 25.000 (π.χ. 26.000) και δεν επαρκεί για να καλύψει και την επιβίωση της οικογένειας; Οι περιπτώσεις αυτές είναι πολλές, κυρίως από μισθωτούς του Δημοσίου ή ΔΕΚΟ, που με τα Μνημόνια οι μειώσεις που έχουν υποστεί είναι πάνω από 40%.
Στη συνέχεια, εκτός από τους παραπάνω δύο περιορισμούς, υπάρχει και τρίτος: Οι κατηγορίες που καλύπτονται είναι μόνο για αγορά πρώτης κατοικίας και μέχρι 180.000 ευρώ και δεν καλύπτονται τα καταναλωτικά που δεν έχουν υποθήκες και οι πιστωτικές κάρτες. Οι περισσότεροι δανειολήπτες με στεγαστικά δάνεια έχουν και καταναλωτικά, επειδή, με παραίνεση της τράπεζας, κάλυπταν με τον τρόπο αυτό το υπερβάλλον ποσό για την αγορά του ακινήτου τους.
Η ρύθμιση περιλαμβάνει περίοδο χάριτος 4 ετών, με επανεξέταση στα 2 έτη, κατά τη διάρκεια της οποίας ο δανειολήπτης καταβάλλει μόνο τόκους, οι οποίοι υπολογίζονται με σταθερό επιτόκιο 1,5%. Δηλαδή, αν το ποσό του δανείου είναι 180.000, θα πληρώνει 2.700 ευρώ τον χρόνο και επιπρόσθετα τη δόση, που δεν μπορεί να υπερβαίνει το 30% του φορολογητέου εισοδήματος. Σε περίπτωση μηδενικών εισοδημάτων, προβλέπεται η δυνατότητα μηδενικών καταβολών. Η συμβατική διάρκεια του δανείου παρατείνεται ισόχρονα με την περίοδο χάριτος και η εξόφλησή του μετά το πέρας αυτής συνεχίζεται με τους όρους της αρχικής σύμβασης. Έτσι η ελάφρυνση που προσφέρεται είναι προσωρινή και εικονική, γιατί με την επιμήκυνση της διάρκειας του δανείου αυξάνεται το ποσό των τόκων που θα πληρώσει τελικά ο δανειολήπτης.