Να δηλώνουν τα εισοδήματά τους και στην τράπεζα με την οποία συνεργάζονται είναι πλέον υποχρεωμένοι όλοι ανεξαιρέτως οι πελάτες των πιστωτικών ιδρυμάτων. Και θα πρέπει να προσκομίζουν το πρωτότυπο του εκκαθαριστικού της Εφορίας. Ο στόχος είναι ένας, να «μπλοκάρονται» εκείνοι που φοροδιαφεύγουν. Μάλιστα, η Ελληνική Ενωση Τραπεζών, που δέχεται καθημερινά πλήθος ερωτημάτων από πελάτες των τραπεζών-μελών της, ενημερώνει ότι από τον Μάρτιο 2012, σύμφωνα με ρητή διάταξη της Τράπεζας Ελλάδος (2652/2012 Πράξη Διοικητή) θα πρέπει: Τα εισοδήματα του πελάτη-φυσικού προσώπου να δηλώνονται στην τράπεζα με την επίδειξη του εκκαθαριστικού σημειώματος φορολογίας εισοδήματος (πρέπει να προσκομιστεί το πρωτότυπο). Τα εισοδήματα του πελάτη-νομικού προσώπου/επιτηδευματία, με την επίδειξη του πρωτοτύπου της υποβληθείσας δήλωσης φορολογίας εισοδήματος, με επιβεβαιωμένη την υποβολή της και το σημείωμα πληρωμής φόρου. Οσοι τώρα δεν είναι υπόχρεοι από τον νόμο να υποβάλλουν φορολογική δήλωση, θα πρέπει να συμπληρώνουν υπεύθυνη δήλωση του Ν. 1599/1986 στην αρμόδια ΔΟΥ και να λαμβάνουν υπογεγραμμένο αντίγραφο προκειμένου να το προσκομίζουν στην τράπεζα.
Η δήλωση του εισοδήματος αφορά όλους ανεξαιρέτως τους πελάτες των τραπεζών, είτε δηλαδή έχουν από το παρελθόν σχέση με την τράπεζα είτε είναι νέοι πελάτες, ακόμα και εκείνους που θα χρειασθεί να κάνουν έστω μία και μοναδική συναλλαγή μέσω τράπεζας. Παράλληλα, οι τράπεζες θα πρέπει να επαληθεύουν τα εισοδήματα των φυσικών ή νομικών προσώπων, να τα αντιπαραβάλλουν με τις φορολογικές δηλώσεις και να κρατούν αρχείο. Ας σημειωθεί ότι, σύμφωνα με την ΤτΕ, στην κατηγορία «υψηλού κινδύνου» για να φοροδιαφύγουν περιλαμβάνονται: Οι ελεύθεροι επαγγελματίες που διατηρούν ή είναι πραγματικοί δικαιούχοι λογαριασμών στους οποίους πιστώθηκαν κατά το προηγούμενο ημερολογιακό έτος ποσά άνω των 200.000 ευρώ και Τα νομικά πρόσωπα στους λογαριασμούς των οποίων οι συνολικές καταθέσεις ή αναλήψεις μετρητών κατά το προηγούμενο ημερολογιακό έτος υπερέβησαν τις 300.000 ευρώ. Οπως ρητά αναφέρει η Πράξη Διοικητή, οι τράπεζες θα πρέπει να αναφέρουν στις αρμόδιες αρχές κάθε «ασυνήθη ή ύποπτη συναλλαγή που παρέχει ενδείξεις ή υπόνοιες διάπραξης φοροδιαφυγής ή νομιμοποίησης του εξ αυτής περιουσιακού οφέλους».