Εναλλακτικά σενάρια για την αντιμετώπιση των επισφαλειών στη στεγαστική πίστη, χωρίς τη δημιουργία σημαντικών παρενεργειών στη ρευστότητά τους και με ταυτόχρονο περιορισμό των αρνητικών επιδράσεων στην κτηματαγορά, εξετάζουν οι διοικήσεις των ελληνικών τραπεζών. Παρά τις συνεχείς ρυθμίσεις και αναχρηματοδοτήσεις δανείων, οι καθυστερήσεις συνεχίζουν την ανοδική τους πορεία λόγω της βαθιάς ύφεσης που πλήττει την ελληνική οικονομία. Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, τα «κόκκινα» στεγαστικά δάνεια έχουν ξεπεράσει τα 12 δισ. ευρώ, ενώ εκτιμάται ότι στο τέλος της εφετινής χρονιάς σχεδόν μία στις πέντε χορηγήσεις της κατηγορίας θα έχει καταστεί προβληματική. Σε κάθε περίπτωση οι συνθήκες που έχουν διαμορφωθεί είναι πρωτοφανείς, έπειτα από πολλά χρόνια ανάπτυξης της οικοδομικής δραστηριότητας και συνεχούς ανόδου των τιμών, η οποία ανακόπηκε με το ξέσπασμα της κρίσης. Προς το παρόν οι περιορισμοί που ισχύουν σε σχέση με τους πλειστηριασμούς πρώτης κατοικίας, αλλά και η δομή της εγχώριας αγοράς, έχουν συμβάλει καθοριστικά για τη συγκράτηση της προσφοράς σε χαμηλά επίπεδα περιορίζοντας τη διόρθωση των τιμών. Ωστόσο, όπως παραδέχονται οι τραπεζίτες, ακόμη και να υπήρχε η δυνατότητα κατασχέσεων, δεν θα αποτελούσε την πρώτη επιλογή τους για την αντιμετώπιση του προβλήματος, διότι σε μια τέτοια περίπτωση θα υπήρχε σοβαρός κίνδυνος κατάρρευσης των αξιών. Για τις περιπτώσεις όμως που ακόμη και μια γενναία ρύθμιση δεν μπορεί να καταστήσει ένα δάνειο εξυπηρετήσιμο, οι τράπεζες έχουν αρχίσει να επεξεργάζονται εναλλακτικά σχέδια, πέραν του «κουρέματος» μιας οφειλής.
Μεταξύ αυτών περιλαμβάνεται και η δυνατότητα επιμήκυνσης της διάρκειας των δανείων ακόμη και ως τα 100 χρόνια με στόχο την όσο το δυνατόν μεγαλύτερη μείωση των μηνιαίων καταβολών. Σε μια τέτοια περίπτωση το ακίνητο θα μπορεί να μεταβιβάζεται από γενιά σε γενιά μαζί με την οφειλή προς την τράπεζα ή θα ρευστοποιείται με προτεραιότητα στην αποπληρωμή του υπολοίπου του δανείου. Η λύση αυτή, παρά το γεγονός ότι περιορίζει την εισροή ρευστότητας για τις τράπεζες, έχει το πλεονέκτημα ότι το δάνειο καθίσταται ενήμερο, ενώ αποφεύγεται ένα μαζικό κύμα πλειστηριασμών που θα επιδείνωνε ακόμη περισσότερο τις συνθήκες στην αγορά των ακινήτων, οδηγώντας τελικώς σε οριστική απώλεια των οφειλών και σε μείωση του ποσοστού κάλυψης των χορηγήσεων. Η συγκεκριμένη μέθοδος είχε εφαρμοστεί στην ιαπωνική οικονομία στα μέσα της δεκαετίας του '90. Εκείνη την περίοδο η τοπική κτηματαγορά ταλαιπωρούνταν σημαντικά, καθώς η ζήτηση για ακίνητη περιουσία είχε μειωθεί ραγδαία, ενώ την ίδια στιγμή ο στασιμοπληθωρισμός «έτρωγε» τα εισοδήματα. Τα επιτόκια βρίσκονταν ήδη πολύ κοντά στο μηδέν, καθιστώντας αδύνατη μια νέα παρέμβαση προς την κατεύθυνση μείωσης του κόστους δανεισμού για την τόνωση της αγοράς. Η μόνη λύση που υπήρχε τότε ήταν να καταστεί η χρηματοδότηση για την απόκτηση κατοικίας εφικτή για μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού μέσω της μείωσης των μηνιαίων δόσεων, που επιτεύχθηκε με τη χορήγηση 100ετών δανείων.