Την ανάπλαση του κτήματος Τατοΐου μέσω ΣΔΙΤ και με επενδύσεις συνολικού ύψους 102,4 εκατ. ευρώ φαίνεται να επιλέγει τελικά η κυβέρνηση και το ΤΑΙΠΕΔ αντί της απευθείας πώλησης σε ιδιώτη. Το σχέδιο που φαίνεται να κερδίζει έδαφος αποτελεί πρόταση του Οργανισμού Ρυθμιστικού Σχεδίου Αθήνας (ΟΡΣΑ) και προβλέπει τη δημιουργία πρότυπου μητροπολιτικού πάρκου αγροτικών εκμεταλλεύσεων και αναψυχής που θα λειτουργεί με ιδιωτικό μάνατζμεντ. Το σύνολο της προς αξιοποίηση έκτασης φτάνει τα 22.500 στρέμμ. Εντός του κτήματος έκτασης υπάρχουν ακόμα 39.000 στρέμμ. που αποτελούν δάσος και βρίσκονται σε καθεστώς προστασία, ακόμη 12,6 στρέμμ. κτιριακών εγκαταστάσεων που έχουν χαρακτηριστεί ιστορικά μνημεία καθώς και τα 3,3 στρέμμ. που αφορούν στο πρώην βασιλικό ανάκτορο. Η μελέτη του ΟΡΣΑ που έχει υποβληθεί στο υπουργείο Οικονομικών και στο ΤΑΙΠΕΔ, διαπιστώνει οτι η λειτουργία του μελλοντικού πάρκου θα είναι κερδοφόρα. Θα αναζητηθούν ιδιωτικά κονδύλια που θα φτάνουν το 25% του έργου, ενώ η χρηματοδότηση του υπόλοιπου 75% θα προέλθει απο δημόσιους και κοινοτικούς πόρους. Η πρόταση του ΟΡΣΑ προβλέπει την ριζική ανακαίνιση των κτιρίων άλλα και επενδύσεις σε υποδομές για την οδική σύνδεση και την συγκοινωνιακή πρόσβαση στο πάρκο, καθώς και άλλες υποδομές αναψυχής, φιλοξενίας, εστίασης, πολιτισμού, έρευνας και εκπαίδευσης, αναψυχής άλλα και πρότυπης αγροτικής και δασικής παραγωγής. Στόχος είναι να αξιοποιηθεί η παράδοση του κτήματος Τατοϊου στην παραγωγή προϊόντων καθώς μέχρι το 1960 υπήρχε εκεί αγρόκτημα με οινοποιείο, βουστάσιο και ελαιώνα, μέσω της δημιουργίας μιας νέας πρότυπης μονάδας αγροτικής και κτηνοτροφικής παραγωγής σε έκταση 1.500 στρ.
Ιδιαίτερη έμφαση για να υπάρχει μεγάλη επισκεψιμότητα στο μελλοντικό πάρκο δίνεται στην κατασκευή μουσείου ιστορίας Τατοΐου, μουσείου Παλαιοκάστρου-Δεκελείας και στην ανάδειξη των αρχαιολογικών χώρων. Με τη λειτουργία του πάρκου ο Οργανισμός προβλέπει ότι θα απασχοληθούν 1.000 άτομα και θα προκύψουν 200 μόνιμες θέσεις. Το υπουργείο Οικονομικών και το ΤΑΙΠΕΔ φαίνεται να καταλήγουν σε αυτό το σχέδιο και να απομακρύνεται η αρχική επιλογή απευθείας πώλησης σε ιδιώτη επενδυτή της έκτασης έναντι τιμήματος 150 εκατομμυρίων ευρώ. Κι αυτό καθώς δεν υπήρχε σοβαρό επενδυτικό ενδιαφέρον απο ξένες εταιρείες του κλάδου που ειδικεύονται σε αξιοποιήσεις μεγάλων και ιστορικής σημασίας ακινήτων, ενώ εκδηλώθηκαν αντιδράσεις από φορείς του περιβάλλοντος και του πολιτισμού, τόσο για το μοντέλο αξιοποίησης, που προέβλεπε νέα δόμηση σε έκταση περίπου 1.000 στρεμμάτων, όσο και για το τίμημα πώλησης, που κρίθηκε χαμηλό.